σιγοτρομώ

σιγοτρομώ
και σιγοτρομάσσω Ν
τρέμω ελαφρά, φρίττω, ανατριχιάζω («δεν ηύρηκεν τη λυγερή κι όλος σιγοτρομάσσει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σιγοτρομώ < σιγά + -τρομώ (< τρέμω), ενώ ο τ. σιγοτρομάσσω < σιγά + τρομάσσω, άλλος τ. τού τρομάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”